Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

σύειος
συζῶ
συζεύγνυμι
σύζευξις
συζητέω
συζητητής
συζοφόω
συζυγία
συζύγιος
σύζυγος
σύζυξ
συζωοποιέω
συκάζω
συκάμινον
συκάμινος
συκῆ
συκίδιον
συκίζω
σύκινος
συκίς
συκολογέω
View word page
σύζυξ
σύζυξ σύζυξ, ῠγος, = σύζυγος, of a wedded pair, Eur.

ShortDef

yoked together, married

Debugging

Headword:
σύζυξ
Headword (normalized):
σύζυξ
Headword (normalized/stripped):
συζυξ
IDX:
30677
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30712
Key:
su/zuc

Data

{'content': 'σύζυξ\n σύζυξ, ῠγος,\n = σύζυγος, of a wedded pair, Eur.', 'key': 'su/zuc'}