Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
σύδην
σύειος
συζῶ
συζεύγνυμι
σύζευξις
συζητέω
συζητητής
συζοφόω
συζυγία
συζύγιος
σύζυγος
σύζυξ
συζωοποιέω
συκάζω
συκάμινον
συκάμινος
συκῆ
συκίδιον
συκίζω
σύκινος
συκίς
View word page
σύζυγος
σύζυγος σύζῠγος, ον, συζεύγνυμι yoked together, paired, σ. ὁμαυλίαι wedded union, Aesch. as fem. Subst. a wife, Eur.; masc. a yoke-fellow, comrade, Eur., Ar.
ShortDef
yoked together, paired
Debugging
Headword:
σύζυγος
Headword (normalized):
σύζυγος
Headword (normalized/stripped):
συζυγος
IDX:
30676
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30711
Key:
su/zugos
Data
{'content': 'σύζυγος\n σύζῠγος, ον,\n συζεύγνυμι\n yoked together, paired, σ. ὁμαυλίαι wedded union, Aesch.\n as fem. Subst. a wife, Eur.; masc. a yoke-fellow, comrade, Eur., Ar.', 'key': 'su/zugos'}