Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

συγχωρέω
συγχώρημα
συγχωρητέος
σύδην
σύειος
συζῶ
συζεύγνυμι
σύζευξις
συζητέω
συζητητής
συζοφόω
συζυγία
συζύγιος
σύζυγος
σύζυξ
συζωοποιέω
συκάζω
συκάμινον
συκάμινος
συκῆ
συκίδιον
View word page
συζοφόω
συζοφόω fut. ώσω to darken utterly, Anth.

ShortDef

to darken utterly

Debugging

Headword:
συζοφόω
Headword (normalized):
συζοφόω
Headword (normalized/stripped):
συζοφοω
IDX:
30673
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30708
Key:
suzofo/w

Data

{'content': 'συζοφόω\n fut. ώσω\n to darken utterly, Anth.', 'key': 'suzofo/w'}