Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
συγχωνεύω
συγχώννυμι
συγχωρέω
συγχώρημα
συγχωρητέος
σύδην
σύειος
συζῶ
συζεύγνυμι
σύζευξις
συζητέω
συζητητής
συζοφόω
συζυγία
συζύγιος
σύζυγος
σύζυξ
συζωοποιέω
συκάζω
συκάμινον
συκάμινος
View word page
συζητέω
συζητέω fut. ήσω to search or examine together with another, c. dat., Plat. σ. τινί or πρός τινα to dispute with a person, NTest.
ShortDef
to search
Debugging
Headword:
συζητέω
Headword (normalized):
συζητέω
Headword (normalized/stripped):
συζητεω
IDX:
30671
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30706
Key:
suzhte/w
Data
{'content': 'συζητέω\n fut. ήσω\n to search or examine together with another, c. dat., Plat.\n σ. τινί or πρός τινα to dispute with a person, NTest.', 'key': 'suzhte/w'}