Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

συγχορηγός
σύγχορτος
συγχράομαι
σύγχροος
συγχύνω
σύγχυσις
συγχωνεύω
συγχώννυμι
συγχωρέω
συγχώρημα
συγχωρητέος
σύδην
σύειος
συζῶ
συζεύγνυμι
σύζευξις
συζητέω
συζητητής
συζοφόω
συζυγία
συζύγιος
View word page
συγχωρητέος
συγχωρητέος συγχωρητέος, η, ον, verb. adj. of συγχωρέω to be conceded, Luc. neut., συγχωρητέον one must concede, Plat.: so in pl. συγχωρητέα, Soph.

ShortDef

to be conceded

Debugging

Headword:
συγχωρητέος
Headword (normalized):
συγχωρητέος
Headword (normalized/stripped):
συγχωρητεος
IDX:
30665
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30700
Key:
sugxwrhte/os

Data

{'content': 'συγχωρητέος\n συγχωρητέος, η, ον,\n verb. adj. of συγχωρέω\n to be conceded, Luc.\n neut., συγχωρητέον one must concede, Plat.: so in pl. συγχωρητέα, Soph.', 'key': 'sugxwrhte/os'}