Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀγρυπνητικός
ἀγρυπνία
ἄγρυπνος
ἀγρώσσω
ἄγρωστις
ἀγρώτης
ἄγυια
ἀγυιᾶτις
Ἀγυιεύς
ἀγυμνασία
ἀγύμναστος
ἄγυρις
ἀγυρμός
ἀγυρτάζω
ἀγύρτης
ἀγυρτικός
ἀγχέμαχος
ἀγχίαλος
ἀγχιβαθής
ἀγχιγείτων
ἀγχίθεος
View word page
ἀγύμναστος
ἀγύμναστος γυμνάζω unexercised, untrained, Xen. unpractised, τινός in a thing, Eur., Xen., etc.; also εἴς, πρός or περί τι Plat., etc. unharassed, Soph. adv., ἀγυμνάστως ἔχειν πρός τι to be unpractised in a thing, Xen.

ShortDef

unexercised, untrained

Debugging

Headword:
ἀγύμναστος
Headword (normalized):
ἀγύμναστος
Headword (normalized/stripped):
αγυμναστος
IDX:
307
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n307
Key:
a)gu/mnastos

Data

{'content': 'ἀγύμναστος\n γυμνάζω\n unexercised, untrained, Xen.\n unpractised, τινός in a thing, Eur., Xen., etc.; also εἴς, πρός or περί τι Plat., etc.\n unharassed, Soph.\n adv., ἀγυμνάστως ἔχειν πρός τι to be unpractised in a thing, Xen.', 'key': 'a)gu/mnastos'}