Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
συγχορηγέω
συγχορηγός
σύγχορτος
συγχράομαι
σύγχροος
συγχύνω
σύγχυσις
συγχωνεύω
συγχώννυμι
συγχωρέω
συγχώρημα
συγχωρητέος
σύδην
σύειος
συζῶ
συζεύγνυμι
σύζευξις
συζητέω
συζητητής
συζοφόω
συζυγία
View word page
συγχώρημα
συγχώρημα from συγχωρέω συγχώρημα, ατος, τό, a concession, Plut.
ShortDef
a concession
Debugging
Headword:
συγχώρημα
Headword (normalized):
συγχώρημα
Headword (normalized/stripped):
συγχωρημα
IDX:
30664
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30699
Key:
sugxw/rhma
Data
{'content': 'συγχώρημα\n from συγχωρέω\n συγχώρημα, ατος, τό,\n a concession, Plut.', 'key': 'sugxw/rhma'}