Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

συγκωμῳδέω
συγχαίρω
συγχειμάζω
συγχειρουργέω
συγχέω
συγχορευτής
συγχορεύω
συγχορηγέω
συγχορηγός
σύγχορτος
συγχράομαι
σύγχροος
συγχύνω
σύγχυσις
συγχωνεύω
συγχώννυμι
συγχωρέω
συγχώρημα
συγχωρητέος
σύδην
σύειος
View word page
συγχράομαι
συγχράομαι fut. ήσομαι Dep. to make joint use of, avail oneself of, c. dat., Polyb.: generally to have dealings with, τινι NTest. to borrow jointly, τί τινος something from another, Polyb.

ShortDef

to make joint use of, avail oneself of

Debugging

Headword:
συγχράομαι
Headword (normalized):
συγχράομαι
Headword (normalized/stripped):
συγχραομαι
IDX:
30657
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30692
Key:
sugxra/omai

Data

{'content': 'συγχράομαι\n fut. ήσομαι\n Dep. \n to make joint use of, avail oneself of, c. dat., Polyb.: generally to have dealings with, τινι NTest.\n to borrow jointly, τί τινος something from another, Polyb.', 'key': 'sugxra/omai'}