Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

συγκωμάζω
σύγκωμος
συγκωμῳδέω
συγχαίρω
συγχειμάζω
συγχειρουργέω
συγχέω
συγχορευτής
συγχορεύω
συγχορηγέω
συγχορηγός
σύγχορτος
συγχράομαι
σύγχροος
συγχύνω
σύγχυσις
συγχωνεύω
συγχώννυμι
συγχωρέω
συγχώρημα
συγχωρητέος
View word page
συγχορηγός
συγχορηγός συγ-χορηγός, όν a fellow-choragus: generally, sharing with a partner in the expense, Dem.

ShortDef

a fellow-choragus

Debugging

Headword:
συγχορηγός
Headword (normalized):
συγχορηγός
Headword (normalized/stripped):
συγχορηγος
IDX:
30655
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30690
Key:
sugxorhgo/s

Data

{'content': 'συγχορηγός\n συγ-χορηγός, όν\n a fellow-choragus: generally, sharing with a partner in the expense, Dem.', 'key': 'sugxorhgo/s'}