Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
σύγκωλος
συγκωμάζω
σύγκωμος
συγκωμῳδέω
συγχαίρω
συγχειμάζω
συγχειρουργέω
συγχέω
συγχορευτής
συγχορεύω
συγχορηγέω
συγχορηγός
σύγχορτος
συγχράομαι
σύγχροος
συγχύνω
σύγχυσις
συγχωνεύω
συγχώννυμι
συγχωρέω
συγχώρημα
View word page
συγχορηγέω
συγχορηγέω fut. ήσω to furnish as supplies, Plut. to contribute towards a thing, c. dat., Plut.
ShortDef
to furnish as supplies
Debugging
Headword:
συγχορηγέω
Headword (normalized):
συγχορηγέω
Headword (normalized/stripped):
συγχορηγεω
IDX:
30654
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30689
Key:
sugxorhge/w
Data
{'content': 'συγχορηγέω\n fut. ήσω\n to furnish as supplies, Plut.\n to contribute towards a thing, c. dat., Plut.', 'key': 'sugxorhge/w'}