Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
συγκυρέω
συγκυρία
σύγκωλος
συγκωμάζω
σύγκωμος
συγκωμῳδέω
συγχαίρω
συγχειμάζω
συγχειρουργέω
συγχέω
συγχορευτής
συγχορεύω
συγχορηγέω
συγχορηγός
σύγχορτος
συγχράομαι
σύγχροος
συγχύνω
σύγχυσις
συγχωνεύω
συγχώννυμι
View word page
συγχορευτής
συγχορευτής συγ-χορευτής, οῦ, ὁ, a companion in a dance, Xen.
ShortDef
a companion in a dance
Debugging
Headword:
συγχορευτής
Headword (normalized):
συγχορευτής
Headword (normalized/stripped):
συγχορευτης
IDX:
30652
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30687
Key:
sugxoreuth/s
Data
{'content': 'συγχορευτής\n συγ-χορευτής, οῦ, ὁ,\n a companion in a dance, Xen.', 'key': 'sugxoreuth/s'}