Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

συγκυνηγέω
συγκυνηγός
συγκύπτω
συγκυρέω
συγκυρία
σύγκωλος
συγκωμάζω
σύγκωμος
συγκωμῳδέω
συγχαίρω
συγχειμάζω
συγχειρουργέω
συγχέω
συγχορευτής
συγχορεύω
συγχορηγέω
συγχορηγός
σύγχορτος
συγχράομαι
σύγχροος
συγχύνω
View word page
συγχειμάζω
συγχειμάζω Mid. to go through the winters with one, Ar.

ShortDef

winter along with

Debugging

Headword:
συγχειμάζω
Headword (normalized):
συγχειμάζω
Headword (normalized/stripped):
συγχειμαζω
IDX:
30649
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30684
Key:
sugxeima/zomai

Data

{'content': 'συγχειμάζω\n Mid. to go through the winters with one, Ar.', 'key': 'sugxeima/zomai'}