Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

συγκυνηγέτης
συγκυνηγέω
συγκυνηγός
συγκύπτω
συγκυρέω
συγκυρία
σύγκωλος
συγκωμάζω
σύγκωμος
συγκωμῳδέω
συγχαίρω
συγχειμάζω
συγχειρουργέω
συγχέω
συγχορευτής
συγχορεύω
συγχορηγέω
συγχορηγός
σύγχορτος
συγχράομαι
σύγχροος
View word page
συγχαίρω
συγχαίρω fut. -χαρήσομαι to rejoice with, take part in joy, Aesch., Ar.; τινί with another, Arist. to wish one joy, congratulate, σ. τινὶ τῶν γεγενημένων to wish one joy of the events, Dem.

ShortDef

to rejoice with, take part in joy

Debugging

Headword:
συγχαίρω
Headword (normalized):
συγχαίρω
Headword (normalized/stripped):
συγχαιρω
IDX:
30648
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30683
Key:
sugxai/rw

Data

{'content': 'συγχαίρω\n fut. -χαρήσομαι\n to rejoice with, take part in joy, Aesch., Ar.; τινί with another, Arist.\n to wish one joy, congratulate, σ. τινὶ τῶν γεγενημένων to wish one joy of the events, Dem.', 'key': 'sugxai/rw'}