Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
συγκυλινδέομαι
συγκυνηγέτης
συγκυνηγέω
συγκυνηγός
συγκύπτω
συγκυρέω
συγκυρία
σύγκωλος
συγκωμάζω
σύγκωμος
συγκωμῳδέω
συγχαίρω
συγχειμάζω
συγχειρουργέω
συγχέω
συγχορευτής
συγχορεύω
συγχορηγέω
συγχορηγός
σύγχορτος
συγχράομαι
View word page
συγκωμῳδέω
συγκωμῳδέω to satirise as in a comedy, Luc.
ShortDef
to satirise as in a comedy
Debugging
Headword:
συγκωμῳδέω
Headword (normalized):
συγκωμῳδέω
Headword (normalized/stripped):
συγκωμωδεω
IDX:
30647
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30682
Key:
sugkwmw|de/w
Data
{'content': 'συγκωμῳδέω\n to satirise as in a comedy, Luc.', 'key': 'sugkwmw|de/w'}