Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
συγκυκάω
συγκυλινδέομαι
συγκυνηγέτης
συγκυνηγέω
συγκυνηγός
συγκύπτω
συγκυρέω
συγκυρία
σύγκωλος
συγκωμάζω
σύγκωμος
συγκωμῳδέω
συγχαίρω
συγχειμάζω
συγχειρουργέω
συγχέω
συγχορευτής
συγχορεύω
συγχορηγέω
συγχορηγός
σύγχορτος
View word page
σύγκωμος
σύγκωμος σύγ-κωμος, ὁ, ἡ, a fellow-reveller, Eur., Ar.
ShortDef
a fellow-reveller
Debugging
Headword:
σύγκωμος
Headword (normalized):
σύγκωμος
Headword (normalized/stripped):
συγκωμος
IDX:
30646
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30681
Key:
su/gkwmos
Data
{'content': 'σύγκωμος\n σύγ-κωμος, ὁ, ἡ,\n a fellow-reveller, Eur., Ar.', 'key': 'su/gkwmos'}