Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
συγκυβεύω
συγκυκάω
συγκυλινδέομαι
συγκυνηγέτης
συγκυνηγέω
συγκυνηγός
συγκύπτω
συγκυρέω
συγκυρία
σύγκωλος
συγκωμάζω
σύγκωμος
συγκωμῳδέω
συγχαίρω
συγχειμάζω
συγχειρουργέω
συγχέω
συγχορευτής
συγχορεύω
συγχορηγέω
συγχορηγός
View word page
συγκωμάζω
συγκωμάζω fut. άσω Doric άξω to march together in a κῶμος or band of revellers, Pind.
ShortDef
march together in a κῶμος
Debugging
Headword:
συγκωμάζω
Headword (normalized):
συγκωμάζω
Headword (normalized/stripped):
συγκωμαζω
IDX:
30645
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30680
Key:
sugkwma/zw
Data
{'content': 'συγκωμάζω\n fut. άσω\n Doric άξω\n to march together in a κῶμος or band of revellers, Pind.', 'key': 'sugkwma/zw'}