Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

συγκυβευτής
συγκυβεύω
συγκυκάω
συγκυλινδέομαι
συγκυνηγέτης
συγκυνηγέω
συγκυνηγός
συγκύπτω
συγκυρέω
συγκυρία
σύγκωλος
συγκωμάζω
σύγκωμος
συγκωμῳδέω
συγχαίρω
συγχειμάζω
συγχειρουργέω
συγχέω
συγχορευτής
συγχορεύω
συγχορηγέω
View word page
σύγκωλος
σύγκωλος σύγ-κωλος, ον, κῶλον with limbs close together, Xen.

ShortDef

with limbs close together

Debugging

Headword:
σύγκωλος
Headword (normalized):
σύγκωλος
Headword (normalized/stripped):
συγκωλος
IDX:
30644
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30679
Key:
su/gkwlos

Data

{'content': 'σύγκωλος\n σύγ-κωλος, ον,\n κῶλον\n with limbs close together, Xen.', 'key': 'su/gkwlos'}