Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

συγκτίζω
συγκτίστης
συγκυβευτής
συγκυβεύω
συγκυκάω
συγκυλινδέομαι
συγκυνηγέτης
συγκυνηγέω
συγκυνηγός
συγκύπτω
συγκυρέω
συγκυρία
σύγκωλος
συγκωμάζω
σύγκωμος
συγκωμῳδέω
συγχαίρω
συγχειμάζω
συγχειρουργέω
συγχέω
συγχορευτής
View word page
συγκυρέω
συγκυρέω aor1 -εκύρησα aor1 -έκυρσα to come together by chance, Il., Hdt.: to meet with an accident, συγκύρσαι τύχῃ Soph.; εἰς ἓν μοίρας ξυνέκυρσας art involved in one and the same fate, Eur. c. part., like τυγχάνω, συνεκύρησε παραπεσοῦσα νηῦς fell in the way by chance, Hdt. of events and accidents, like συμβαίνω, to happen, occur, Hdt., Eur.: —impers., c. inf., συνεκύρησε γενέσθαι it came to pass that . . , Hdt.:—so, in Pass., τὸ ἐς Λακεδαιμονίους συγκεκυρημένον Hdt. of places, to be contiguous to, τινί Polyb.

ShortDef

to come together by chance

Debugging

Headword:
συγκυρέω
Headword (normalized):
συγκυρέω
Headword (normalized/stripped):
συγκυρεω
IDX:
30642
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30677
Key:
sugkure/w

Data

{'content': 'συγκυρέω\n aor1 -εκύρησα\n aor1 -έκυρσα\n to come together by chance, Il., Hdt.: to meet with an accident, συγκύρσαι τύχῃ Soph.; εἰς ἓν μοίρας ξυνέκυρσας art involved in one and the same fate, Eur.\n c. part., like τυγχάνω, συνεκύρησε παραπεσοῦσα νηῦς fell in the way by chance, Hdt.\n of events and accidents, like συμβαίνω, to happen, occur, Hdt., Eur.: —impers., c. inf., συνεκύρησε γενέσθαι it came to pass that . . , Hdt.:—so, in Pass., τὸ ἐς Λακεδαιμονίους συγκεκυρημένον Hdt.\n of places, to be contiguous to, τινί Polyb.', 'key': 'sugkure/w'}