Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

συγκτάομαι
συγκτίζω
συγκτίστης
συγκυβευτής
συγκυβεύω
συγκυκάω
συγκυλινδέομαι
συγκυνηγέτης
συγκυνηγέω
συγκυνηγός
συγκύπτω
συγκυρέω
συγκυρία
σύγκωλος
συγκωμάζω
σύγκωμος
συγκωμῳδέω
συγχαίρω
συγχειμάζω
συγχειρουργέω
συγχέω
View word page
συγκύπτω
συγκύπτω fut. ψω to bend forwards, stoop and lay heads together, Ar.:—metaph., συγκύψαντες ποιοῦσι they do it in concert, in conspiracy, Hdt.; ἐς ἓν συγκεκυφέναι to be acting in concert, Ar.:—generally, to draw together, of the wings of an army, Xen.

ShortDef

to bend forwards, stoop and lay heads together

Debugging

Headword:
συγκύπτω
Headword (normalized):
συγκύπτω
Headword (normalized/stripped):
συγκυπτω
IDX:
30641
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30676
Key:
sugku/ptw

Data

{'content': 'συγκύπτω\n fut. ψω\n to bend forwards, stoop and lay heads together, Ar.:—metaph., συγκύψαντες ποιοῦσι they do it in concert, in conspiracy, Hdt.; ἐς ἓν συγκεκυφέναι to be acting in concert, Ar.:—generally, to draw together, of the wings of an army, Xen.', 'key': 'sugku/ptw'}