Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
συγκρύπτω
συγκτάομαι
συγκτίζω
συγκτίστης
συγκυβευτής
συγκυβεύω
συγκυκάω
συγκυλινδέομαι
συγκυνηγέτης
συγκυνηγέω
συγκυνηγός
συγκύπτω
συγκυρέω
συγκυρία
σύγκωλος
συγκωμάζω
σύγκωμος
συγκωμῳδέω
συγχαίρω
συγχειμάζω
συγχειρουργέω
View word page
συγκυνηγός
συγκυνηγός συγ-κῠνηγός, Doric and Attic συγ-κυνᾱγός, οῦ, ὁ a fellow-hunter, Eur.; fem. a fellow-huntress, Eur.
ShortDef
a fellow-hunter
Debugging
Headword:
συγκυνηγός
Headword (normalized):
συγκυνηγός
Headword (normalized/stripped):
συγκυνηγος
IDX:
30640
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30675
Key:
sugkunhgo/s
Data
{'content': 'συγκυνηγός\n συγ-κῠνηγός,\n Doric and Attic συγ-κυνᾱγός, οῦ, ὁ\n \n \n a fellow-hunter, Eur.; fem. a fellow-huntress, Eur.', 'key': 'sugkunhgo/s'}