Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

συγκρούω
συγκρύπτω
συγκτάομαι
συγκτίζω
συγκτίστης
συγκυβευτής
συγκυβεύω
συγκυκάω
συγκυλινδέομαι
συγκυνηγέτης
συγκυνηγέω
συγκυνηγός
συγκύπτω
συγκυρέω
συγκυρία
σύγκωλος
συγκωμάζω
σύγκωμος
συγκωμῳδέω
συγχαίρω
συγχειμάζω
View word page
συγκυνηγέω
συγκυνηγέω fut. ήσω = συγκυνηγετέω, Arist. from συγκῠνηγός

ShortDef

hunt together

Debugging

Headword:
συγκυνηγέω
Headword (normalized):
συγκυνηγέω
Headword (normalized/stripped):
συγκυνηγεω
IDX:
30639
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30674
Key:
sugkunhge/w

Data

{'content': 'συγκυνηγέω\n fut. ήσω\n = συγκυνηγετέω, Arist.\n from συγκῠνηγός', 'key': 'sugkunhge/w'}