Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
συγκροτέω
σύγκρουσις
συγκρούω
συγκρύπτω
συγκτάομαι
συγκτίζω
συγκτίστης
συγκυβευτής
συγκυβεύω
συγκυκάω
συγκυλινδέομαι
συγκυνηγέτης
συγκυνηγέω
συγκυνηγός
συγκύπτω
συγκυρέω
συγκυρία
σύγκωλος
συγκωμάζω
σύγκωμος
συγκωμῳδέω
View word page
συγκυλινδέομαι
συγκυλινδέομαι Pass. to roll about or wallow together, Xen.
ShortDef
to roll about
Debugging
Headword:
συγκυλινδέομαι
Headword (normalized):
συγκυλινδέομαι
Headword (normalized/stripped):
συγκυλινδεομαι
IDX:
30637
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30672
Key:
sugkulinde/omai
Data
{'content': 'συγκυλινδέομαι\n Pass. to roll about or wallow together, Xen.', 'key': 'sugkulinde/omai'}