Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

συγκριτέος
συγκροτέω
σύγκρουσις
συγκρούω
συγκρύπτω
συγκτάομαι
συγκτίζω
συγκτίστης
συγκυβευτής
συγκυβεύω
συγκυκάω
συγκυλινδέομαι
συγκυνηγέτης
συγκυνηγέω
συγκυνηγός
συγκύπτω
συγκυρέω
συγκυρία
σύγκωλος
συγκωμάζω
σύγκωμος
View word page
συγκυκάω
συγκυκάω fut. ήσω to confound utterly, Ar.

ShortDef

to confound utterly

Debugging

Headword:
συγκυκάω
Headword (normalized):
συγκυκάω
Headword (normalized/stripped):
συγκυκαω
IDX:
30636
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30671
Key:
sugkuka/w

Data

{'content': 'συγκυκάω\n fut. ήσω\n to confound utterly, Ar.', 'key': 'sugkuka/w'}