Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
συγκρίνω
σύγκρισις
συγκριτέος
συγκροτέω
σύγκρουσις
συγκρούω
συγκρύπτω
συγκτάομαι
συγκτίζω
συγκτίστης
συγκυβευτής
συγκυβεύω
συγκυκάω
συγκυλινδέομαι
συγκυνηγέτης
συγκυνηγέω
συγκυνηγός
συγκύπτω
συγκυρέω
συγκυρία
σύγκωλος
View word page
συγκυβευτής
συγκυβευτής συγκῠβευτής, οῦ, ὁ, a fellow-gamester, Aeschin. from συγκῠβεύω
ShortDef
a fellow-gamester
Debugging
Headword:
συγκυβευτής
Headword (normalized):
συγκυβευτής
Headword (normalized/stripped):
συγκυβευτης
IDX:
30634
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30669
Key:
sugkubeuth/s
Data
{'content': 'συγκυβευτής\n συγκῠβευτής, οῦ, ὁ,\n a fellow-gamester, Aeschin.\n from συγκῠβεύω', 'key': 'sugkubeuth/s'}