Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
σύγκρατος
συγκρίνω
σύγκρισις
συγκριτέος
συγκροτέω
σύγκρουσις
συγκρούω
συγκρύπτω
συγκτάομαι
συγκτίζω
συγκτίστης
συγκυβευτής
συγκυβεύω
συγκυκάω
συγκυλινδέομαι
συγκυνηγέτης
συγκυνηγέω
συγκυνηγός
συγκύπτω
συγκυρέω
συγκυρία
View word page
συγκτίστης
συγκτίστης from συγκτίζω συγκτίστης, ου, ὁ, a joint-founder or coloniser, Hdt.
ShortDef
a joint-founder
Debugging
Headword:
συγκτίστης
Headword (normalized):
συγκτίστης
Headword (normalized/stripped):
συγκτιστης
IDX:
30633
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30668
Key:
sugkti/sths
Data
{'content': 'συγκτίστης\n from συγκτίζω\n συγκτίστης, ου, ὁ,\n a joint-founder or coloniser, Hdt.', 'key': 'sugkti/sths'}