Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

σύγκρασις
συγκρατέω
σύγκρατος
συγκρίνω
σύγκρισις
συγκριτέος
συγκροτέω
σύγκρουσις
συγκρούω
συγκρύπτω
συγκτάομαι
συγκτίζω
συγκτίστης
συγκυβευτής
συγκυβεύω
συγκυκάω
συγκυλινδέομαι
συγκυνηγέτης
συγκυνηγέω
συγκυνηγός
συγκύπτω
View word page
συγκτάομαι
συγκτάομαι fut. ήσομαι Dep. to win or gain along with another, c. dat., Thuc.; τὴν ὅλην χώραν συγκτήσασθαι to have gained joint possession of it, Arist.

ShortDef

to win

Debugging

Headword:
συγκτάομαι
Headword (normalized):
συγκτάομαι
Headword (normalized/stripped):
συγκταομαι
IDX:
30631
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30666
Key:
sugkta/omai

Data

{'content': 'συγκτάομαι\n fut. ήσομαι\n Dep. to win or gain along with another, c. dat., Thuc.; τὴν ὅλην χώραν συγκτήσασθαι to have gained joint possession of it, Arist.', 'key': 'sugkta/omai'}