Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

συγκουφίζω
σύγκρασις
συγκρατέω
σύγκρατος
συγκρίνω
σύγκρισις
συγκριτέος
συγκροτέω
σύγκρουσις
συγκρούω
συγκρύπτω
συγκτάομαι
συγκτίζω
συγκτίστης
συγκυβευτής
συγκυβεύω
συγκυκάω
συγκυλινδέομαι
συγκυνηγέτης
συγκυνηγέω
συγκυνηγός
View word page
συγκρύπτω
συγκρύπτω fut. ψω to cover up or completely, Eur.:— to conceal utterly, Eur., Xen., etc.

ShortDef

to cover up

Debugging

Headword:
συγκρύπτω
Headword (normalized):
συγκρύπτω
Headword (normalized/stripped):
συγκρυπτω
IDX:
30630
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30665
Key:
sugkru/ptw

Data

{'content': 'συγκρύπτω\n fut. ψω\n to cover up or completely, Eur.:— to conceal utterly, Eur., Xen., etc.', 'key': 'sugkru/ptw'}