Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
συγκομίζω
συγκοπή
συγκόπτω
συγκοσμέω
συγκουφίζω
σύγκρασις
συγκρατέω
σύγκρατος
συγκρίνω
σύγκρισις
συγκριτέος
συγκροτέω
σύγκρουσις
συγκρούω
συγκρύπτω
συγκτάομαι
συγκτίζω
συγκτίστης
συγκυβευτής
συγκυβεύω
συγκυκάω
View word page
συγκριτέος
συγκριτέος συγκρῐτέος, ον, verb. adj. of συγκρίνω one must compare, Arist.
ShortDef
one must compare
Debugging
Headword:
συγκριτέος
Headword (normalized):
συγκριτέος
Headword (normalized/stripped):
συγκριτεος
IDX:
30626
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30661
Key:
sugkrite/os
Data
{'content': 'συγκριτέος\n συγκρῐτέος, ον,\n verb. adj. of συγκρίνω\n one must compare, Arist.', 'key': 'sugkrite/os'}