Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
συγκομιδή
συγκομίζω
συγκοπή
συγκόπτω
συγκοσμέω
συγκουφίζω
σύγκρασις
συγκρατέω
σύγκρατος
συγκρίνω
σύγκρισις
συγκριτέος
συγκροτέω
σύγκρουσις
συγκρούω
συγκρύπτω
συγκτάομαι
συγκτίζω
συγκτίστης
συγκυβευτής
συγκυβεύω
View word page
σύγκρισις
σύγκρισις from συγκρί_νω σύγκρῐσις, εως, a compounding, Plat., etc. a comparing, comparison, Arist., etc.
ShortDef
a compounding
Debugging
Headword:
σύγκρισις
Headword (normalized):
σύγκρισις
Headword (normalized/stripped):
συγκρισις
IDX:
30625
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30660
Key:
su/gkrisis
Data
{'content': 'σύγκρισις\n from συγκρί_νω\n σύγκρῐσις, εως,\n a compounding, Plat., etc.\n a comparing, comparison, Arist., etc.', 'key': 'su/gkrisis'}