Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
σύγκολλος
συγκομιδή
συγκομίζω
συγκοπή
συγκόπτω
συγκοσμέω
συγκουφίζω
σύγκρασις
συγκρατέω
σύγκρατος
συγκρίνω
σύγκρισις
συγκριτέος
συγκροτέω
σύγκρουσις
συγκρούω
συγκρύπτω
συγκτάομαι
συγκτίζω
συγκτίστης
συγκυβευτής
View word page
συγκρίνω
συγκρίνω fut. -κρινῶ to compound, Plat. to compare, τι πρός τι Arist., etc.: to measure, estimate, Anth.
ShortDef
to compound
Debugging
Headword:
συγκρίνω
Headword (normalized):
συγκρίνω
Headword (normalized/stripped):
συγκρινω
IDX:
30624
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30659
Key:
sugkri/nw
Data
{'content': 'συγκρίνω\n fut. -κρινῶ\n to compound, Plat.\n to compare, τι πρός τι Arist., etc.: to measure, estimate, Anth.', 'key': 'sugkri/nw'}