Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
συγκολλάω
συγκολλητής
σύγκολλος
συγκομιδή
συγκομίζω
συγκοπή
συγκόπτω
συγκοσμέω
συγκουφίζω
σύγκρασις
συγκρατέω
σύγκρατος
συγκρίνω
σύγκρισις
συγκριτέος
συγκροτέω
σύγκρουσις
συγκρούω
συγκρύπτω
συγκτάομαι
συγκτίζω
View word page
συγκρατέω
συγκρατέω fut. ήσω to keep troops together, Plut.
ShortDef
to keep
Debugging
Headword:
συγκρατέω
Headword (normalized):
συγκρατέω
Headword (normalized/stripped):
συγκρατεω
IDX:
30622
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30657
Key:
sugkrate/w
Data
{'content': 'συγκρατέω\n fut. ήσω\n to keep troops together, Plut.', 'key': 'sugkrate/w'}