Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
συγκοινωνέω
συγκοινωνός
σύγκοιτος
συγκολλάω
συγκολλητής
σύγκολλος
συγκομιδή
συγκομίζω
συγκοπή
συγκόπτω
συγκοσμέω
συγκουφίζω
σύγκρασις
συγκρατέω
σύγκρατος
συγκρίνω
σύγκρισις
συγκριτέος
συγκροτέω
σύγκρουσις
συγκρούω
View word page
συγκοσμέω
συγκοσμέω fut. ήσω to confer honour on, to be an ornament to, Xen.
ShortDef
to confer honour on, to be an ornament to
Debugging
Headword:
συγκοσμέω
Headword (normalized):
συγκοσμέω
Headword (normalized/stripped):
συγκοσμεω
IDX:
30619
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30654
Key:
sugkosme/w
Data
{'content': 'συγκοσμέω\n fut. ήσω\n to confer honour on, to be an ornament to, Xen.', 'key': 'sugkosme/w'}