Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

συγκοινόομαι
συγκοινωνέω
συγκοινωνός
σύγκοιτος
συγκολλάω
συγκολλητής
σύγκολλος
συγκομιδή
συγκομίζω
συγκοπή
συγκόπτω
συγκοσμέω
συγκουφίζω
σύγκρασις
συγκρατέω
σύγκρατος
συγκρίνω
σύγκρισις
συγκριτέος
συγκροτέω
σύγκρουσις
View word page
συγκόπτω
συγκόπτω fut. ψω perf. -κέκοφα to break up, cut up, Hdt., Xen. to thrash soundly, pound well, Xen.;—Pass., perf. inf. συγκεκόφθαι Ar.; part. συγκεκομμένος Eur.

ShortDef

to break up, cut up

Debugging

Headword:
συγκόπτω
Headword (normalized):
συγκόπτω
Headword (normalized/stripped):
συγκοπτω
IDX:
30618
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30653
Key:
sugko/ptw

Data

{'content': 'συγκόπτω\n fut. ψω\n perf. -κέκοφα\n to break up, cut up, Hdt., Xen.\n to thrash soundly, pound well, Xen.;—Pass., perf. inf. συγκεκόφθαι Ar.; part. συγκεκομμένος Eur.', 'key': 'sugko/ptw'}