Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

συγκοιμίζω
συγκοινόομαι
συγκοινωνέω
συγκοινωνός
σύγκοιτος
συγκολλάω
συγκολλητής
σύγκολλος
συγκομιδή
συγκομίζω
συγκοπή
συγκόπτω
συγκοσμέω
συγκουφίζω
σύγκρασις
συγκρατέω
σύγκρατος
συγκρίνω
σύγκρισις
συγκριτέος
συγκροτέω
View word page
συγκοπή
συγκοπή συγκοπή, ἡ, a cutting short: in Gramm. syncope, i. e. a cutting a word short by striking out one or more letters, Plut. from συγκόπτω

ShortDef

a cutting short

Debugging

Headword:
συγκοπή
Headword (normalized):
συγκοπή
Headword (normalized/stripped):
συγκοπη
IDX:
30617
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30652
Key:
sugkoph/

Data

{'content': 'συγκοπή\n συγκοπή, ἡ,\n a cutting short: in Gramm. syncope, i. e. a cutting a word short by striking out one or more letters, Plut.\n from συγκόπτω', 'key': 'sugkoph/'}