Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
συγκοίμημα
συγκοίμησις
συγκοιμίζω
συγκοινόομαι
συγκοινωνέω
συγκοινωνός
σύγκοιτος
συγκολλάω
συγκολλητής
σύγκολλος
συγκομιδή
συγκομίζω
συγκοπή
συγκόπτω
συγκοσμέω
συγκουφίζω
σύγκρασις
συγκρατέω
σύγκρατος
συγκρίνω
σύγκρισις
View word page
συγκομιδή
συγκομιδή συγ-κομῐδή, ἡ, a gathering in of harvest, Thuc., Xen. in pass. sense, a being gathered together, crowding into a place, Thuc.
ShortDef
a gathering in
Debugging
Headword:
συγκομιδή
Headword (normalized):
συγκομιδή
Headword (normalized/stripped):
συγκομιδη
IDX:
30615
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30650
Key:
sugkomidh/
Data
{'content': 'συγκομιδή\n συγ-κομῐδή, ἡ,\n a gathering in of harvest, Thuc., Xen.\n in pass. sense, a being gathered together, crowding into a place, Thuc.', 'key': 'sugkomidh/'}