Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
συγκοιμάομαι
συγκοίμημα
συγκοίμησις
συγκοιμίζω
συγκοινόομαι
συγκοινωνέω
συγκοινωνός
σύγκοιτος
συγκολλάω
συγκολλητής
σύγκολλος
συγκομιδή
συγκομίζω
συγκοπή
συγκόπτω
συγκοσμέω
συγκουφίζω
σύγκρασις
συγκρατέω
σύγκρατος
συγκρίνω
View word page
σύγκολλος
σύγκολλος σύγ-κολλος, ον, κόλλα glued together: adv., συγκόλλως ἔχειν to fit exactly, Aesch.
ShortDef
glued together
Debugging
Headword:
σύγκολλος
Headword (normalized):
σύγκολλος
Headword (normalized/stripped):
συγκολλος
IDX:
30614
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30649
Key:
su/gkollos
Data
{'content': 'σύγκολλος\n σύγ-κολλος, ον,\n κόλλα\n glued together: adv., συγκόλλως ἔχειν to fit exactly, Aesch.', 'key': 'su/gkollos'}