Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
σύγκλυς
συγκοιμάομαι
συγκοίμημα
συγκοίμησις
συγκοιμίζω
συγκοινόομαι
συγκοινωνέω
συγκοινωνός
σύγκοιτος
συγκολλάω
συγκολλητής
σύγκολλος
συγκομιδή
συγκομίζω
συγκοπή
συγκόπτω
συγκοσμέω
συγκουφίζω
σύγκρασις
συγκρατέω
σύγκρατος
View word page
συγκολλητής
συγκολλητής συγκολλητής, οῦ, ὁ, one who glues together, a fabricator, Ar.
ShortDef
one who glues together, a fabricator
Debugging
Headword:
συγκολλητής
Headword (normalized):
συγκολλητής
Headword (normalized/stripped):
συγκολλητης
IDX:
30613
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30648
Key:
sugkollhth/s
Data
{'content': 'συγκολλητής\n συγκολλητής, οῦ, ὁ,\n one who glues together, a fabricator, Ar.', 'key': 'sugkollhth/s'}