Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
συγκλονέω
σύγκλυς
συγκοιμάομαι
συγκοίμημα
συγκοίμησις
συγκοιμίζω
συγκοινόομαι
συγκοινωνέω
συγκοινωνός
σύγκοιτος
συγκολλάω
συγκολλητής
σύγκολλος
συγκομιδή
συγκομίζω
συγκοπή
συγκόπτω
συγκοσμέω
συγκουφίζω
σύγκρασις
συγκρατέω
View word page
συγκολλάω
συγκολλάω to glue or cement together, Ar., Plat.
ShortDef
to glue
Debugging
Headword:
συγκολλάω
Headword (normalized):
συγκολλάω
Headword (normalized/stripped):
συγκολλαω
IDX:
30612
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30647
Key:
sugkolla/w
Data
{'content': 'συγκολλάω\n to glue or cement together, Ar., Plat.', 'key': 'sugkolla/w'}