Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

συγκλίνω
συγκλονέω
σύγκλυς
συγκοιμάομαι
συγκοίμημα
συγκοίμησις
συγκοιμίζω
συγκοινόομαι
συγκοινωνέω
συγκοινωνός
σύγκοιτος
συγκολλάω
συγκολλητής
σύγκολλος
συγκομιδή
συγκομίζω
συγκοπή
συγκόπτω
συγκοσμέω
συγκουφίζω
σύγκρασις
View word page
σύγκοιτος
σύγκοιτος σύγ-κοιτος, ὁ, ἡ, κοίτη a bedfellow, partner, Pind.

ShortDef

a bedfellow, partner

Debugging

Headword:
σύγκοιτος
Headword (normalized):
σύγκοιτος
Headword (normalized/stripped):
συγκοιτος
IDX:
30611
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30646
Key:
su/gkoitos

Data

{'content': 'σύγκοιτος\n σύγ-κοιτος, ὁ, ἡ,\n κοίτη\n a bedfellow, partner, Pind.', 'key': 'su/gkoitos'}