Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
συγκλινίαι
συγκλίνω
συγκλονέω
σύγκλυς
συγκοιμάομαι
συγκοίμημα
συγκοίμησις
συγκοιμίζω
συγκοινόομαι
συγκοινωνέω
συγκοινωνός
σύγκοιτος
συγκολλάω
συγκολλητής
σύγκολλος
συγκομιδή
συγκομίζω
συγκοπή
συγκόπτω
συγκοσμέω
συγκουφίζω
View word page
συγκοινωνός
συγκοινωνός συγ-κοινωνός, ή, όν partaking jointly of a thing, c. gen., NTest.
ShortDef
partaking jointly of
Debugging
Headword:
συγκοινωνός
Headword (normalized):
συγκοινωνός
Headword (normalized/stripped):
συγκοινωνος
IDX:
30610
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30645
Key:
sugkoinwno/s
Data
{'content': 'συγκοινωνός\n συγ-κοινωνός, ή, όν\n partaking jointly of a thing, c. gen., NTest.', 'key': 'sugkoinwno/s'}