Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

συγκλητικός
σύγκλητος
συγκλινίαι
συγκλίνω
συγκλονέω
σύγκλυς
συγκοιμάομαι
συγκοίμημα
συγκοίμησις
συγκοιμίζω
συγκοινόομαι
συγκοινωνέω
συγκοινωνός
σύγκοιτος
συγκολλάω
συγκολλητής
σύγκολλος
συγκομιδή
συγκομίζω
συγκοπή
συγκόπτω
View word page
συγκοινόομαι
συγκοινόομαι fut. ώσομαι Mid. to communicate, impart, τί τινι Thuc.

ShortDef

to communicate, impart

Debugging

Headword:
συγκοινόομαι
Headword (normalized):
συγκοινόομαι
Headword (normalized/stripped):
συγκοινοομαι
IDX:
30608
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30643
Key:
sugkoino/omai

Data

{'content': 'συγκοινόομαι\n fut. ώσομαι\n Mid. to communicate, impart, τί τινι Thuc.', 'key': 'sugkoino/omai'}