Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
συγκληρόω
συγκλητικός
σύγκλητος
συγκλινίαι
συγκλίνω
συγκλονέω
σύγκλυς
συγκοιμάομαι
συγκοίμημα
συγκοίμησις
συγκοιμίζω
συγκοινόομαι
συγκοινωνέω
συγκοινωνός
σύγκοιτος
συγκολλάω
συγκολλητής
σύγκολλος
συγκομιδή
συγκομίζω
συγκοπή
View word page
συγκοιμίζω
συγκοιμίζω fut. σω to join in wedlock, τινά τινι Ar.
ShortDef
to join in wedlock
Debugging
Headword:
συγκοιμίζω
Headword (normalized):
συγκοιμίζω
Headword (normalized/stripped):
συγκοιμιζω
IDX:
30607
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30642
Key:
sugkoimi/zw
Data
{'content': 'συγκοιμίζω\n fut. σω\n to join in wedlock, τινά τινι Ar.', 'key': 'sugkoimi/zw'}