Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

σύγκληρος
συγκληρόω
συγκλητικός
σύγκλητος
συγκλινίαι
συγκλίνω
συγκλονέω
σύγκλυς
συγκοιμάομαι
συγκοίμημα
συγκοίμησις
συγκοιμίζω
συγκοινόομαι
συγκοινωνέω
συγκοινωνός
σύγκοιτος
συγκολλάω
συγκολλητής
σύγκολλος
συγκομιδή
συγκομίζω
View word page
συγκοίμησις
συγκοίμησις συγκοίμησις, εως, from συγκοιμάω a sleeping together, Plat.

ShortDef

a sleeping together

Debugging

Headword:
συγκοίμησις
Headword (normalized):
συγκοίμησις
Headword (normalized/stripped):
συγκοιμησις
IDX:
30606
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30641
Key:
sugkoi/mhsis

Data

{'content': 'συγκοίμησις\n συγκοίμησις, εως,\n from συγκοιμάω\n a sleeping together, Plat.', 'key': 'sugkoi/mhsis'}