Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

σύγκλεισις
συγκλείω
συγκλέπτω
συγκληρονόμος
σύγκληρος
συγκληρόω
συγκλητικός
σύγκλητος
συγκλινίαι
συγκλίνω
συγκλονέω
σύγκλυς
συγκοιμάομαι
συγκοίμημα
συγκοίμησις
συγκοιμίζω
συγκοινόομαι
συγκοινωνέω
συγκοινωνός
σύγκοιτος
συγκολλάω
View word page
συγκλονέω
συγκλονέω to dash together, confound utterly, Il.

ShortDef

to dash together, confound utterly

Debugging

Headword:
συγκλονέω
Headword (normalized):
συγκλονέω
Headword (normalized/stripped):
συγκλονεω
IDX:
30602
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30637
Key:
sugklone/w

Data

{'content': 'συγκλονέω\n to dash together, confound utterly, Il.', 'key': 'sugklone/w'}