Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

συγκινδυνεύω
συγκινέω
συγκλαίω
συγκλάω
σύγκλεισις
συγκλείω
συγκλέπτω
συγκληρονόμος
σύγκληρος
συγκληρόω
συγκλητικός
σύγκλητος
συγκλινίαι
συγκλίνω
συγκλονέω
σύγκλυς
συγκοιμάομαι
συγκοίμημα
συγκοίμησις
συγκοιμίζω
συγκοινόομαι
View word page
συγκλητικός
συγκλητικός συγκλητικός, ή, όν of senatorial rank, Lat. senatorius, Plut. from σύγκλητος

ShortDef

of senatorial rank

Debugging

Headword:
συγκλητικός
Headword (normalized):
συγκλητικός
Headword (normalized/stripped):
συγκλητικος
IDX:
30598
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30633
Key:
sugklhtiko/s

Data

{'content': 'συγκλητικός\n συγκλητικός, ή, όν\n of senatorial rank, Lat. senatorius, Plut.\n from σύγκλητος', 'key': 'sugklhtiko/s'}