Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

συγκεφαλαιόω
συγκεχυμένως
συγκινδυνεύω
συγκινέω
συγκλαίω
συγκλάω
σύγκλεισις
συγκλείω
συγκλέπτω
συγκληρονόμος
σύγκληρος
συγκληρόω
συγκλητικός
σύγκλητος
συγκλινίαι
συγκλίνω
συγκλονέω
σύγκλυς
συγκοιμάομαι
συγκοίμημα
συγκοίμησις
View word page
σύγκληρος
σύγκληρος σύγ-κληρος, ον, having portions that join, bordering, neighbouring, Eur.

ShortDef

having portions that join, bordering, neighbouring

Debugging

Headword:
σύγκληρος
Headword (normalized):
σύγκληρος
Headword (normalized/stripped):
συγκληρος
IDX:
30596
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30631
Key:
su/gklhros

Data

{'content': 'σύγκληρος\n σύγ-κληρος, ον,\n having portions that join, bordering, neighbouring, Eur.', 'key': 'su/gklhros'}