Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
συγκεραυνόω
συγκεφαλαιόω
συγκεχυμένως
συγκινδυνεύω
συγκινέω
συγκλαίω
συγκλάω
σύγκλεισις
συγκλείω
συγκλέπτω
συγκληρονόμος
σύγκληρος
συγκληρόω
συγκλητικός
σύγκλητος
συγκλινίαι
συγκλίνω
συγκλονέω
σύγκλυς
συγκοιμάομαι
συγκοίμημα
View word page
συγκληρονόμος
συγκληρονόμος συγ-κληρονόμος, ον, a joint-heir with, τινός NTest.
ShortDef
a joint-heir with
Debugging
Headword:
συγκληρονόμος
Headword (normalized):
συγκληρονόμος
Headword (normalized/stripped):
συγκληρονομος
IDX:
30595
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30630
Key:
sugklhrono/mos
Data
{'content': 'συγκληρονόμος\n συγ-κληρονόμος, ον,\n a joint-heir with, τινός NTest.', 'key': 'sugklhrono/mos'}