Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

συγκεράννυμι
συγκεραυνόω
συγκεφαλαιόω
συγκεχυμένως
συγκινδυνεύω
συγκινέω
συγκλαίω
συγκλάω
σύγκλεισις
συγκλείω
συγκλέπτω
συγκληρονόμος
σύγκληρος
συγκληρόω
συγκλητικός
σύγκλητος
συγκλινίαι
συγκλίνω
συγκλονέω
σύγκλυς
συγκοιμάομαι
View word page
συγκλέπτω
συγκλέπτω fut. ψω to steal along with, Antipho.

ShortDef

to steal along with

Debugging

Headword:
συγκλέπτω
Headword (normalized):
συγκλέπτω
Headword (normalized/stripped):
συγκλεπτω
IDX:
30594
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30629
Key:
sugkle/ptw

Data

{'content': 'συγκλέπτω\n fut. ψω\n to steal along with, Antipho.', 'key': 'sugkle/ptw'}