Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
σύγκειμαι
συγκεκροτημένως
συγκελεύω
συγκεντέω
συγκεράννυμι
συγκεραυνόω
συγκεφαλαιόω
συγκεχυμένως
συγκινδυνεύω
συγκινέω
συγκλαίω
συγκλάω
σύγκλεισις
συγκλείω
συγκλέπτω
συγκληρονόμος
σύγκληρος
συγκληρόω
συγκλητικός
σύγκλητος
συγκλινίαι
View word page
συγκλαίω
συγκλαίω fut. -κλαύσομαι to weep with, τινί Anth.
ShortDef
to weep with
Debugging
Headword:
συγκλαίω
Headword (normalized):
συγκλαίω
Headword (normalized/stripped):
συγκλαιω
IDX:
30590
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30625
Key:
sugklai/w
Data
{'content': 'συγκλαίω\n fut. -κλαύσομαι\n to weep with, τινί Anth.', 'key': 'sugklai/w'}