Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
συγκαττύω
σύγκειμαι
συγκεκροτημένως
συγκελεύω
συγκεντέω
συγκεράννυμι
συγκεραυνόω
συγκεφαλαιόω
συγκεχυμένως
συγκινδυνεύω
συγκινέω
συγκλαίω
συγκλάω
σύγκλεισις
συγκλείω
συγκλέπτω
συγκληρονόμος
σύγκληρος
συγκληρόω
συγκλητικός
σύγκλητος
View word page
συγκινέω
συγκινέω fut. ήσω to stir up together, NTest.
ShortDef
to stir up together
Debugging
Headword:
συγκινέω
Headword (normalized):
συγκινέω
Headword (normalized/stripped):
συγκινεω
IDX:
30589
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30624
Key:
sugkine/w
Data
{'content': 'συγκινέω\n fut. ήσω\n to stir up together, NTest.', 'key': 'sugkine/w'}